- φροντιστηριακός
- ή, ό[ν]1) подготовительный; 2) семинарский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φροντιστηριακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φροντιστήριο 2. αυτός που διεξάγεται σε φροντιστήριο («φροντιστηριακά μαθήματα»). επίρρ... φροντιστηριακώς Ν σε φροντιστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φροντιστήριο. Το επίθ. φροντιστηριακός μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
φροντιστηριακός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φροντιστήριο, που γίνεται σε φροντιστήριο: Φροντιστηριακά μαθήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)